- ἀποδεκατῶ
- ἀποδεκατόωtithepres subj act 1st sgἀποδεκατόωtithepres ind act 1st sgἀποδεκατόωtithepres subj act 1st sgἀποδεκατόωtithepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδεκατώ — ἀποδεκατῶ ( όω) (AM) παίρνω ή καταβάλλω το δέκατο ενός ποσού, τον φόρο της δεκάτης μσν. προσφέρω στον Θεό ημέρες νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. απο * + δεκατώ < δέκατος, η, ον < δέκα] … Dictionary of Greek
συναποδεκατώ — όω, Μ ἀποδεκατῶ* συγχρόνως («τοῡτον ἀφιέρωσε τῷ θεῷ, συναποδεκατώσας αὐτῷ πάντα τὰ ὑπάρχοντα καὶ ἀναθέμενος τῷ θεῷ», Γεώργ. Σύγκ.) … Dictionary of Greek